- συρίκτρα
- η см. σφυρίχτρα;
συρίκτρα των αστυνομικών — полицейский свисток;
συρίκτρα των ατμοπλοίων — пароходный гудок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρίκτρα των αστυνομικών — полицейский свисток;
συρίκτρα των ατμοπλοίων — пароходный гудок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρίκτρα — και σουρίχτρα, η, Ν η σφυρίχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) / σουρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ξύσ τρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού] … Dictionary of Greek